- τετράχρονος
- -η, -ο / τετράχρονος, -ον, ΝΑ(μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους»)νεοελλ.1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί»)2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη εκπαίδευση»)3. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε τέσσερεις χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας4. το ουδ. ως ουσ. το τετράχρονοτετραετία5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχροναη τέταρτη επέτειος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + χρόνος (πρβλ. τρί-χρονος)].
Dictionary of Greek. 2013.